Λίγυς

Λίγυς
ο, η (Α Λίγυς, -υος, ὁ, ἡ, αρσ. και Λίγυρος και Λίγειρ, θηλ. και Λιγυστιάς, -άδος και Λιγυστίς, -ίδος)
1. ο κάτοικος τής Λιγυρίας
2. στον πληθ. οι Λίγυρες ή Λίγυες
αρχαίος λαός που ήταν εγκατεστημένος στη μεσογειακή ακτή κοντά στις σημερινές πόλεις Μασσαλία και Λα Σπέτσια, καθώς και στην ενδοχώρα στις κλιτύς τών Άλπεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κύριο όν. Λίγυς ή < ονομ. ποταμού Λίγυρ ή Λίγειρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιγύς — clear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης …   Dictionary of Greek

  • Λίγυς — Λίγῡς , Λίγυς bastard lovage fem acc pl Λίγυς bastard lovage fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιγυστικά — Λίγυς bastard lovage neut nom/voc/acc pl Λιγυστικά̱ , Λίγυς bastard lovage fem nom/voc/acc dual Λιγυστικά̱ , Λίγυς bastard lovage fem nom/voc sg (doric aeolic) Λιγυστικός bastard lovage neut nom/voc/acc pl Λιγυστικά̱ , Λιγυστικός bastard lovage… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιγυστικῶν — Λίγυς bastard lovage fem gen pl Λίγυς bastard lovage masc/neut gen pl Λιγυστικός bastard lovage fem gen pl Λιγυστικός bastard lovage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιγυστικόν — Λίγυς bastard lovage masc acc sg Λίγυς bastard lovage neut nom/voc/acc sg Λιγυστικός bastard lovage masc acc sg Λιγυστικός bastard lovage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγέων — λιγύς clear masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) λιγέω̆ν , λιγύς clear masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγύ — λιγύς clear masc voc sg λιγύς clear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγεῖα — λιγύς clear fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγεῖαι — λιγύς clear fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”